Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες

См. также в других словарях:

  • ηγήτορας — ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ) 1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο 3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει… …   Dictionary of Greek

  • μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»